ἦδες

ἦδες
ἔδω
eat
imperf ind act 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ᾖδες — ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • φαναρ(ι)τζήδικο — το, Ν [φαναρ[ι]τζής, ήδες] το εργαστήριο τού φαναρ(ι)τζή …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξωτάρης — ο πληθ. ηδες 1. καλλιεργητής κτημάτων που βρίσκονται έξω από την πόλη, αγρότης, ξωμάχος. 2. κάτοικος χωρίου, χωριάτης. ξωτάρης ο θηλ. ισσα ο, ξένος που μένει προσωρινά σ έναν τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αράπης — ο πληθ. ηδες και άδες, θηλ. ισσα και ίνα 1. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή και ειδικότερα ο Άραβας ή ο Αιγύπτιος: Ήρθε στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ με τους Αραπάδες του. 2. ως προσηγορ. αράπης, ο (θηλ. α), μελαχρινός: Ο ήλιος σ έκανε αράπη. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φασουλής — ο πληθ. ήδες 1. ονομασία του κυριότερου κωμικού προσώπου στο κουκλοθέατρο. 2. το κουκλοθέατρο: Βγάλαμε εισιτήρια για το φασουλή. 3. μτφ., άνθρωπος κωμικός, γελοίο πρόσωπο, φαιδρό υποκείμενο: Δεν έχει σοβαρότητα·είναι φασουλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεριτζής — ο πληθ. ήδες, αυτός που ανακατεύεται σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις (κυρίως στο χρηματιστήριο) χωρίς να διακινδυνεύει δικά του χρήματα: Αργά κατάλαβε πως είχε μπλέξει με αεριτζήδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμανετζής — ο πληθ. ήδες, θηλ. ού αυτός που τραγουδά αμανέδες ή οποιοδήποτε τραγούδι το τραγουδά σαν αμανέ: Πίστευε πως ήταν μεγάλος καλλιτέχνης ο μέτριος αυτός αμανετζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναστενάρης — ο πληθ. ηδες, αυτοί που παίρνουν μέρος στην πυροβασία που γίνεται στα αναστενάρια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απάχης — ο (λ. γαλλ.), θηλ. ισσα πληθ. αρσ. ηδες, αλήτης των μεγαλουπόλεων, κακοποιός: Παλιότερα υπήρχαν στην Αθήνα απάχηδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”